συγγένεια

συγγένεια
συγγένεια, ας, ἡ (συγγενής; Eur., Thu.+; ins, pap, LXX; pseudepigr.; Philo; Jos., Bell. 7, 204 ἐκ μεγάλης ς., Ant. 1, 165; Just., D. 4, 2; Tat. 20, 3) an extended family system, relationship, kinship concr. the relatives (Eur., Pla.+; LXX) Lk 1:61; Ac 7:3; 1 Cl 10:2f (the two last Gen 12:1); Ac 7:14 (Diod S 16, 52, 3 μετεπέμψατο ἀμφοτέρους μεθʼ ὅλης τῆς συγγενείας; 34 + 35 Fgm. 23).—DELG s.v. γίγνομαι. M-M. TW. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγγενεία — συγγενείᾱ , συγγένεια kinship fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγένεια — kinship fem nom/voc sg συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια — η 1. σχέση εξ αίματος ή επιγαμίας: Έχουν συγγένεια μακρινή. 2. ομοιότητα: Τα κόμματα αυτά έχουν στενή συγγένεια. 3. «χημική συγγένεια», ιδιότητα των χημικών στοιχείων να συναποτελούν χημικές ενώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγένεια χημική — Το μέτρο της τάσης των στοιχείων και γενικά των ενώσεων να συνδεθούν χημικά με άλλα στοιχεία ή ενώσεις. Από τα παλιότερα, αλλά και από τα σύγχρονα προβλήματα της χημείας είναι η ανακάλυψη μιας γενικής αρχής, που να ερμηνεύει το αυθόρμητο, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • συγγενείαν — συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 1st sg (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενείας — συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem acc pl συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγένει' — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένειαι , συγγένεια kinship fem nom/voc pl συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl συγγένειε , συγγένειος akin masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγένεια — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”